νέοργος

νέοργος
νέοργος, ον, ([etym.] ὀργάω)
A freshened, invigorated,

γῆ Thphr.CP3.13.3

([comp] Sup.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νέοργος — νέοργος, ον (Α) (για τη γη) αυτή που αναζωογονήθηκε, που ενδυναμώθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ὀργῷ* «είμαι γεμάτος ζωή, γόνιμος» (πρβλ. βαρύ οργος)] …   Dictionary of Greek

  • νεοργοτάτην — νέοργος freshened fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”